υδραργυρούχος

υδραργυρούχος
-α, -ο
1. που περιέχει υδράργυρο.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., υδραργυρούχα φάρμακα ή σκευασίες από υδράργυρο και τα άλατά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδραργυρούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που περιέχει υδράργυρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υδραργυρούχα φαρμακευτικά σκευάσματα από υδράργυρο ή από άλατα υδραργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + ούχος* (< έχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”